Το οδοιπορικό τριών μουσικών από Ελλάδα, Τουρκία και Ισραήλ προς αναζήτηση της πιο ξακουστής και αγαπημένης Ελληνίδας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου, δίνει την αφορμή για το ντοκιμαντέρ, που προβλήθηκε στην Αλεξανδρούπολη Τραγούδια της ερμηνεύουν η πολύ αγαπητή στην Ελλάδα Ισραηλινή τραγουδίστρια, Γιασμίν Λεβί, η Ελληνοκύπρια, Μάρθα Λιούις και η Τουρκάλα Μεχτάρπ Ντεμίρ Οι περιφερειακές εκδηλώσεις του 13ου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης έδωσαν την ευκαιρία στο κοινό να παρακολουθήσει εξαιρετικά ντοκιμαντέρ
Λάτρεψαν τη φωνή της και αναγνώρισαν το ταλέντο της όταν ακόμα ήταν παιδί και τραγουδούσε στο μπαλκόνι ενός σπιτιού στην Κομοτηνή. Η Ρόζα Εσκενάζυ η διάσημη Ελληνίδα τραγουδίστρια του ρεμπέτικου και της παραδοσιακής ελληνικής μουσικής, όχι απλά έζησε στην πόλη μας, αλλά παραδέχθηκε ότι η περίοδος που είχε ζήσει στην Κομοτηνή αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο στη ζωή της. Εκεί ήταν, είπε, που αποφάσισε να γίνει τραγουδίστρια και χορεύτρια. Αυτές οι πτυχές της ζωής της ρεμπέτισσας και πολλές ακόμα, που μπορεί να είναι άγνωστες στους Κομοτηναίους και όχι μόνο, παρουσιάζει το ντοκιμαντέρ «Καναρίνι μου γλυκό» του σκηνοθέτη Roy Sher, που προβλήθηκε στην Αλεξανδρούπολη, στο πλαίσιο των περιφερειακών εκδηλώσεων του 13ου φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.

Συμμετοχές του φετινού φεστιβάλ άρχισαν το ταξίδι τους ανά την Ελλάδα από την Αλεξανδρούπολη, δίνοντας τη δυνατότητα έστω και σε ένα ολιγομελές κοινό που διψά για πολιτισμό, να μυηθεί στον κόσμο της τέχνης. Οι προβολές ξεκίνησαν το βράδυ του Σαββάτου στο δημοτικό θέατρο. Η πρεμιέρα δόθηκε με το ντοκιμαντέρ «Καναρίνι μου γλυκό» το οποίο αφηγείται τη ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ, ακολουθώντας τρεις νέους μουσικούς από την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ, που ξεκινούν ένα οδοιπορικό προς αναζήτηση της πιο ξακουστής και αγαπημένης Ελληνίδας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου.
Το ταξίδι ζωής της Ρόζας Εσκενάζυ ξεκινάει από μια φτωχή εβραϊκή σεφαραδίτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ 1895 και το 1897, αφού ποτέ δεν έγινε γνωστή η ακριβής ημερομηνία γέννησής της. Λίγο μετά τις αρχές του αιώνα, η οικογένειά της μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Για μια περίοδο όμως η Σάρα, ο αδελφός της και η μητέρα τους έζησαν στη Κομοτηνή. Η μητέρα της Ρόζας βρήκε εκεί δουλειά ως υπηρέτρια σε μια εύπορη οικογένεια και η Ρόζα τη βοηθούσε με το νοικοκυριό. Μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Ρόζα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Η μητέρα της Σάρας εξοργίστηκε με την προοπτική η Σάρα – ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς της – να γίνει καλλιτέχνις. Πολλά χρόνια μετά από το επεισόδιο αυτό, η Ρόζα παραδέχθηκε ότι η περίοδος που είχε ζήσει στην Κομοτηνή αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο στη ζωή της.
Με το «Καναρίνι μου γλυκό» παρακολουθούμε την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη και την αρχή της καριέρας της εκεί, αρχικά ως χορεύτρια και στη συνέχεια ως τραγουδίστρια. Μαθαίνουμε για τον Γιάννη Ζαρντινίδη τον άντρα με τον οποίο έκανε παιδί όταν ακόμα ήταν έφηβη. Τον ξαφνικό θάνατο του άντρα της και την παράδοση του παιδιού της στο οικοτροφείο του Αγίου Ταξιάρχη στην Ξάνθη. Ο γιος της Παράσχος επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του αρκετά χρόνια αργότερα, αφότου τη βρήκε στην Αθήνα το 1935. Παράλληλα, ακούμε τη Ρόζα να τραγουδά για τους θαμώνες κέντρων στα ελληνικά, τα τουρκικά και τα αρμένικα, το «Μαντίλι Καλαματιανό» και το «Κόφτηνε Ελένη την Ελιά» (περίπου το 1928), που σηματοδότησαν την απαρχή μιας μεγάλης πορείας στη δισκογραφία, η οποία θα συνεχιζόταν σχεδόν χωρίς διακοπή μέχρι τη δεκαετία του 1960. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ρόζα είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια στην εταιρεία, ενώ είχε γίνει πια μια από τις δημοφιλέστερες σταρ της λαϊκής μουσικής. Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ήταν παραδοσιακά, ιδιαίτερα από την Ελλάδα και τη Σμύρνη. Μαθαίνουμε μέσα από ανθρώπους που γνώρισαν την ίδια ή το έργο της, ότι η σημαντικότερη συνεισφορά της στη μουσική της χώρας μας αφορά στις ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών και, πιο συγκεκριμένα, της Σμυρνέικης σχολής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Για την Εσκενάζυ μιλούν, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο μελετητής του ρεμπέτικου, Κώστας Χατζηδουλής. Στα κείμενα του Κ. Χατζηδουλή για τη Ρ. Εσκενάζυ στηρίχτηκε μεγάλο μέρος της ταινίας.

Φωτογραφία του μουσικού Σωτήρη Παπατραγιάννη
από τα γυρίσματα της ταινίας για τη Ρόζα Εσκενάζυ
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει στιγμές της διεθνούς καριέρας της Ρόζας Εσκενάζυ, ενώ παράλληλα οι τρεις μουσικοί από Ελλάδα, Τουρκία και Ισραήλ ερμηνεύουν τραγούδια της, Αηδόνι μου ζημιάρικο, Ασημονέρι, Χόρεψέ μου τσιφτετέλι, Αλεξανδριανή φελλάχα, Άπιστη κακούργα, Από το βράδυ ως το πρωί (Πρέζα όταν πιείς), Ασκί μπανά, Βάλε με στην αγκαλιά σου, Γιατί θες να μ’ αφήσεις και άλλα. Κορυφαίοι συνθέτες της Σμύρνης και της Πόλης, Σκαρβέλης, Περιστέρης, Τούντας, Τζόβενος, Παπάζογλου και άλλοι, συνθέτουν για τη φωνή της Ρόζας. Η δικτατορία του Μεταξά βάζει εμπόδια στην καριέρα της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο πιστά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει αφορμή ενός δικού της τραγουδιού. Το «Πρέζα όταν πιείς» αποτέλεσε την τέλεια αφορμή για την επιβολή μιας ήδη προδιαγεγραμμένης λογοκρισίας και απαγόρευσης απ’ το Μεταξικό καθεστώς. Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου τη βρίσκουν σε περιοδεία στις Η.Π.Α.
Η καριέρα της Ρόζας Εσκενάζυ ουσιαστικά δε σταμάτησε ποτέ, αφού όταν τη δεκαετία του 1970 το ρεμπέτικο αναγεννάται στη μουσική σκηνή της χώρας, η Ρόζα επανέρχεται παραμένοντας ενεργή ως το τέλος. Μάλιστα στο ντοκιμαντέρ την παρακολουθούμε στην πρώτη τηλεοπτική εμφάνιση σε εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης μαζί με την νεαρή τότε Χαρούλα Αλεξίου να ερμηνεύουν το τραγούδι «Δημητρούλα», που ηχογράφησε το 1936 η διάσημη ρεμπέτισσα. Στο μεταξύ και από την εποχή του ’50 έχει μπει στη ζωή της ο Χρήστος Φιλιππακόπουλος, ο άντρας που τη συντρόφεψε μέχρι το τέλος της ζωής της. Τη φρόντισε στα δύσκολα χρόνια του αλτσχάιμερ και τη συνόδεψε στην τελευταία της κατοικία όταν πέθανε το 1980. Μάλιστα την έθαψε στην πατρίδα του το Στόμιο Κορινθίας, όπου μόλις το 2008 το πολιτιστικό σωματείο του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη, που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»

Το ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται με μία κοινή συναυλία Τούρκων, Ελλήνων και Ισραηλινών μουσικών στη Θεσσαλονίκη αφιερωμένη στη Ρόζα Εσκενάζυ, την αυθεντική ρεμπέτισσα που μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς όλων οι ασχολούνται με το τραγούδι.
Δήμητρα Συμεωνίδου

Συμμετοχές του φετινού φεστιβάλ άρχισαν το ταξίδι τους ανά την Ελλάδα από την Αλεξανδρούπολη, δίνοντας τη δυνατότητα έστω και σε ένα ολιγομελές κοινό που διψά για πολιτισμό, να μυηθεί στον κόσμο της τέχνης. Οι προβολές ξεκίνησαν το βράδυ του Σαββάτου στο δημοτικό θέατρο. Η πρεμιέρα δόθηκε με το ντοκιμαντέρ «Καναρίνι μου γλυκό» το οποίο αφηγείται τη ζωή της Ρόζας Εσκενάζυ, ακολουθώντας τρεις νέους μουσικούς από την Ελλάδα, την Τουρκία και το Ισραήλ, που ξεκινούν ένα οδοιπορικό προς αναζήτηση της πιο ξακουστής και αγαπημένης Ελληνίδας τραγουδίστριας του ρεμπέτικου.
Το ταξίδι ζωής της Ρόζας Εσκενάζυ ξεκινάει από μια φτωχή εβραϊκή σεφαραδίτικη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης, μεταξύ 1895 και το 1897, αφού ποτέ δεν έγινε γνωστή η ακριβής ημερομηνία γέννησής της. Λίγο μετά τις αρχές του αιώνα, η οικογένειά της μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη. Για μια περίοδο όμως η Σάρα, ο αδελφός της και η μητέρα τους έζησαν στη Κομοτηνή. Η μητέρα της Ρόζας βρήκε εκεί δουλειά ως υπηρέτρια σε μια εύπορη οικογένεια και η Ρόζα τη βοηθούσε με το νοικοκυριό. Μια μέρα οι Τούρκοι ιδιοκτήτες μιας τοπικής ταβέρνας άκουσαν τη Ρόζα να τραγουδά. Ενθουσιάστηκαν από τη φωνή της και αμέσως πήγαν στο σπίτι της για να της ζητήσουν να εμφανιστεί στο κέντρο τους. Η μητέρα της Σάρας εξοργίστηκε με την προοπτική η Σάρα – ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογένειάς της – να γίνει καλλιτέχνις. Πολλά χρόνια μετά από το επεισόδιο αυτό, η Ρόζα παραδέχθηκε ότι η περίοδος που είχε ζήσει στην Κομοτηνή αποτέλεσε ένα καθοριστικό σημείο στη ζωή της.
Με το «Καναρίνι μου γλυκό» παρακολουθούμε την επιστροφή της στη Θεσσαλονίκη και την αρχή της καριέρας της εκεί, αρχικά ως χορεύτρια και στη συνέχεια ως τραγουδίστρια. Μαθαίνουμε για τον Γιάννη Ζαρντινίδη τον άντρα με τον οποίο έκανε παιδί όταν ακόμα ήταν έφηβη. Τον ξαφνικό θάνατο του άντρα της και την παράδοση του παιδιού της στο οικοτροφείο του Αγίου Ταξιάρχη στην Ξάνθη. Ο γιος της Παράσχος επανασυνδέθηκε με τη μητέρα του αρκετά χρόνια αργότερα, αφότου τη βρήκε στην Αθήνα το 1935. Παράλληλα, ακούμε τη Ρόζα να τραγουδά για τους θαμώνες κέντρων στα ελληνικά, τα τουρκικά και τα αρμένικα, το «Μαντίλι Καλαματιανό» και το «Κόφτηνε Ελένη την Ελιά» (περίπου το 1928), που σηματοδότησαν την απαρχή μιας μεγάλης πορείας στη δισκογραφία, η οποία θα συνεχιζόταν σχεδόν χωρίς διακοπή μέχρι τη δεκαετία του 1960. Έως τα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ρόζα είχε ηχογραφήσει σχεδόν 300 τραγούδια στην εταιρεία, ενώ είχε γίνει πια μια από τις δημοφιλέστερες σταρ της λαϊκής μουσικής. Ορισμένα από τα τραγούδια αυτά ήταν παραδοσιακά, ιδιαίτερα από την Ελλάδα και τη Σμύρνη. Μαθαίνουμε μέσα από ανθρώπους που γνώρισαν την ίδια ή το έργο της, ότι η σημαντικότερη συνεισφορά της στη μουσική της χώρας μας αφορά στις ηχογραφήσεις ρεμπέτικων τραγουδιών και, πιο συγκεκριμένα, της Σμυρνέικης σχολής του ρεμπέτικου τραγουδιού. Για την Εσκενάζυ μιλούν, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο μελετητής του ρεμπέτικου, Κώστας Χατζηδουλής. Στα κείμενα του Κ. Χατζηδουλή για τη Ρ. Εσκενάζυ στηρίχτηκε μεγάλο μέρος της ταινίας.

Φωτογραφία του μουσικού Σωτήρη Παπατραγιάννη
από τα γυρίσματα της ταινίας για τη Ρόζα Εσκενάζυ
Το ντοκιμαντέρ παρουσιάζει στιγμές της διεθνούς καριέρας της Ρόζας Εσκενάζυ, ενώ παράλληλα οι τρεις μουσικοί από Ελλάδα, Τουρκία και Ισραήλ ερμηνεύουν τραγούδια της, Αηδόνι μου ζημιάρικο, Ασημονέρι, Χόρεψέ μου τσιφτετέλι, Αλεξανδριανή φελλάχα, Άπιστη κακούργα, Από το βράδυ ως το πρωί (Πρέζα όταν πιείς), Ασκί μπανά, Βάλε με στην αγκαλιά σου, Γιατί θες να μ’ αφήσεις και άλλα. Κορυφαίοι συνθέτες της Σμύρνης και της Πόλης, Σκαρβέλης, Περιστέρης, Τούντας, Τζόβενος, Παπάζογλου και άλλοι, συνθέτουν για τη φωνή της Ρόζας. Η δικτατορία του Μεταξά βάζει εμπόδια στην καριέρα της. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ρεμπέτικο του τεκέ, που τόσο πιστά υπηρέτησε, έμελλε να σβήσει αφορμή ενός δικού της τραγουδιού. Το «Πρέζα όταν πιείς» αποτέλεσε την τέλεια αφορμή για την επιβολή μιας ήδη προδιαγεγραμμένης λογοκρισίας και απαγόρευσης απ’ το Μεταξικό καθεστώς. Το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου τη βρίσκουν σε περιοδεία στις Η.Π.Α.
Η καριέρα της Ρόζας Εσκενάζυ ουσιαστικά δε σταμάτησε ποτέ, αφού όταν τη δεκαετία του 1970 το ρεμπέτικο αναγεννάται στη μουσική σκηνή της χώρας, η Ρόζα επανέρχεται παραμένοντας ενεργή ως το τέλος. Μάλιστα στο ντοκιμαντέρ την παρακολουθούμε στην πρώτη τηλεοπτική εμφάνιση σε εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης μαζί με την νεαρή τότε Χαρούλα Αλεξίου να ερμηνεύουν το τραγούδι «Δημητρούλα», που ηχογράφησε το 1936 η διάσημη ρεμπέτισσα. Στο μεταξύ και από την εποχή του ’50 έχει μπει στη ζωή της ο Χρήστος Φιλιππακόπουλος, ο άντρας που τη συντρόφεψε μέχρι το τέλος της ζωής της. Τη φρόντισε στα δύσκολα χρόνια του αλτσχάιμερ και τη συνόδεψε στην τελευταία της κατοικία όταν πέθανε το 1980. Μάλιστα την έθαψε στην πατρίδα του το Στόμιο Κορινθίας, όπου μόλις το 2008 το πολιτιστικό σωματείο του χωριού συγκέντρωσε χρήματα και πρόσθεσε μια επιτύμβια στήλη, που έγραφε «Ρόζα Εσκενάζυ, Καλλιτέχνις»

Το ντοκιμαντέρ ολοκληρώνεται με μία κοινή συναυλία Τούρκων, Ελλήνων και Ισραηλινών μουσικών στη Θεσσαλονίκη αφιερωμένη στη Ρόζα Εσκενάζυ, την αυθεντική ρεμπέτισσα που μέχρι σήμερα αποτελεί σημείο αναφοράς όλων οι ασχολούνται με το τραγούδι.
Δήμητρα Συμεωνίδου
Ακολουθήστε το xronos.gr στο Google News